- παράκαιρος
- -η, -ο / παράκαιρος, -ον, ΝΑαυτός που γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή ή αυτός που γίνεται με καθυστέρηση, άκαιρος, όψιμος, καθυστερημένος.επίρρ...παράκαιρα / παρακαίρως, ΝΑνεοελλ.1. σε ακατάλληλη στιγμή, άκαιρα2. με καθυστέρηση, εκπρόθεσμααρχ.περισσότερο από το κανονικό ή από το συνηθισμένο, υπέρμετρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + καιρός].
Dictionary of Greek. 2013.