παράκαιρος

παράκαιρος
-η, -ο / παράκαιρος, -ον, ΝΑ
αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή ή αυτός που γίνεται με καθυστέρηση, άκαιρος, όψιμος, καθυστερημένος.
επίρρ...
παράκαιρα / παρακαίρως, ΝΑ
νεοελλ.
1. σε ακατάλληλη στιγμή, άκαιρα
2. με καθυστέρηση, εκπρόθεσμα
αρχ.
περισσότερο από το κανονικό ή από το συνηθισμένο, υπέρμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + καιρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παράκαιρος — immoderately masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράκαιρος — η, ο αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη ώρα και μάλιστα πολύ αργά, ο παράωρος: Η μεσολάβηση η δική σου ήταν παράκαιρη και δεν έπιασε τόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακαιρίως — παράκαιρος immoderately adverbial παράκαιρος immoderately masc/fem acc pl (doric) παρακαίριος unseasonable adverbial παρακαίριος unseasonable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαιρότατα — παράκαιρος immoderately adverbial superl παράκαιρος immoderately neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαίριον — παράκαιρος immoderately masc/fem acc sg παράκαιρος immoderately neut nom/voc/acc sg παρακαίριος unseasonable masc/fem acc sg παρακαίριος unseasonable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαίρως — παράκαιρος immoderately adverbial παράκαιρος immoderately masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράκαιρον — παράκαιρος immoderately masc/fem acc sg παράκαιρος immoderately neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαιρίους — παράκαιρος immoderately masc/fem acc pl παρακαίριος unseasonable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαίρια — παράκαιρος immoderately neut nom/voc/acc pl παρακαίριος unseasonable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαίρῳ — παράκαιρος immoderately masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”